Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο – Balamand 2023
Υπό την αιγίδα της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής κ.κ. Ιωάννου Ι΄
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιόχειας από τον 15 ο έως τον 18 ο αιώνα:
Προς μια ορθή κατανόηση της ιστορίας
Η Μέση Ανατολή αποτελεί την ιστορική κοιτίδα του Χριστιανισμού από τους αποστολικούς χρόνους. Η Αντιόχεια, και η Εκκλησία της ειδικότερα, υπήρξε το σημαντικότερο ίσως κέντρο από το οποίο διαδόθηκε η χριστιανική πίστη σε ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος θεωρούνται, σύμφωνα με την παράδοση, οι ιδρυτές της χριστιανικής Εκκλησίας στην Αντιόχεια, όπου οι πιστοί στον Χριστό ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί» (Πράξ. 11.26). Όταν αναπτύχθηκε η διοικητική δομή της Εκκλησίας, η Αντιόχεια αναδείχθηκε φυσικά ως μία από τις πρώτες Πατριαρχικές έδρες. Έως τα μέσα του 14ου αιώνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, το Πατριαρχείο Αντιοχείας αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα του από την Αντιόχεια στην πόλη της Δαμασκού, διατηρώντας εντούτοις τα κανονικά προνόμια και την πιστότητα στην εκκλησιαστική παράδοση που σφυρηλατήθηκε ανά τους αιώνες. Στο πέρασμα των χρόνων, η Εκκλησία της Αντιόχειας υπέστη συχνά κακουχίες και δοκιμασίες, ειδικά μετά την υποταγή ολόκληρης της Μέσης Ανατολής σε διάφορα διαδοχικά θρησκευτικοπολιτικά καθεστώτα, τα οποία πολλές φορές συμπεριφέρονταν εχθρικά προς τους Ορθοδόξους. Ωστόσο, η αδιάλειπτη κοινωνία και ενότητα της Εκκλησίας της Αντιόχειας με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες, δεν σταμάτησε ποτέ.
Η κατάληψη ολόκληρης της Συρίας από τους Οθωμανούς, το 1516, αποκατέστησε και πάλι την επικοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας κάτω από τη νέα εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, οι Ορθόδοξοι πιστοί της Αντιόχειας, από κοινού με τους Ορθόδοξους ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος του « Rum Millet » (ρωμαϊκό γένος). Η εξέλιξη αυτή έδωσε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας τη δυνατότητα να αυξήσει τις επαφές του µε τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και να συμμετέχει ενεργά και να συμβάλει καθοριστικά στη γενικότερη εκκλησιαστική ζωή της Ανατολής.
Οι Πατριάρχες της Αντιόχειας βρίσκονταν πάντοτε σε αλληλεγγύη με τις αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες και τους Προκαθημένους τους. Μαζί υπερασπίστηκαν την Ορθοδοξία και τη λειτουργική παράδοσή της, όποτε αυτές απειλήθηκαν. Μέσα από τις εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, που δυσχέραναν το έργο των Πατριαρχών Αντιοχείας, αναδείχθηκαν άξιες μορφές Πατριαρχών και ικανών θεολόγων, οι οποίοι εργάστηκαν άοκνα για τη διάσωση και διατήρηση ανόθευτης της Ορθόδοξης πίστης. Παρόλο που η εκκλησιαστική ζωή του Πατριαρχείου Αντιοχείας επηρεάστηκε από τις επικρατούσες, κάθε φορά, πολιτικές συνθήκες, οι οποίες επέφεραν στην Εκκλησία αυτή οδυνηρές καταστάσεις, εντούτοις το Πατριαρχείο της Αντιόχειας παρέμεινε πάντοτε σταθερά προσηλωμένο στη αποστολική παράδοση, σύμφωνα με την Ορθόδοξη εκκλησιολογική αντίληψη.
Για το Πατριαρχείο Αντιόχειας, η περίοδος που φθάνει ώς το δεύτερο μισό του 19ου αι. σημαδεύτηκε από την τραυματική εμπειρία επαναλαμβανομένων σχισμάτων, με τελευταίο αυτό του 1724, όταν κάποια από τα μέλη της ασπάσθηκαν την Ουνία. Παραλλήλως, η εμφάνιση Ρωμαιοκαθολικής και Προτεσταντικής ιεραποστολικής δραστηριότητας στη Μέση Ανατολή προκάλεσε μεγαλύτερη διάσπαση, διχόνοια και διαίρεση μεταξύ των χριστιανών. Ωστόσο, η ενότητα του Πατριαρχείου Αντιοχείας με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες του προσέφεραν ισχυρά στηρίγματα κατά τις δύσκολες αυτές περιόδους.
Η ανάγκη για μία σε βάθος μελέτη της δύσκολης ιστορικής διαδρομής που περιγράφεται παραπάνω οδήγησε το Ινστιτούτο Θεολογίας του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στο Πανεπιστήμιο του Balamand , σε συνεργασία με άλλους θεσμικούς εταίρους από το εξωτερικό, στη διοργάνωση ενός διεθνούς συνεδρίου με τίτλο, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιόχειας από τον 15ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα: Προς μια ορθή κατανόηση της ιστορίας». Το Συνέδριο, το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής κ.κ. Ιωάννου Ι΄, θα έχει ως αντικείμενο την εξέταση της Ορθόδοξης μαρτυρίας και διαχρονικής διακονίας της Εκκλησίας της Αντιόχειας, κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα ευαίσθητης χρονικής περιόδου και θα εντοπίσει τα μέσα με τα οποία αντιμετώπισε τις πολύπλευρες ιστορικές προκλήσεις που αντιμετώπισε. Έμφαση θα δοθεί τόσο στην ιστορία όσο και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας, κατά την περίοδο από το δεύτερο μισό του 15ου έως και τα τέλη του 18ου αιώνα.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου θα προσκληθούν ειδικοί επιστήμονες διεθνούς κύρους, οι οποίοι θα προσεγγίσουν τις επιμέρους θεματικές ενότητες που θα αναπτυχούν, από διαφορετικές οπτικές γωνίες ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της επιστημονικής αυτής συνάντησης. Μέσα από την αυστηρά επιστημονική έρευνα που θα παραχθεί, θα εντοπιστούν, θα μελετηθούν και θα αξιολογηθούν οι σχετικές πηγές και η προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, προκειμένου να προβληθεί η ορθή ερμηνεία και κατανόηση των ιστορικών γεγονότων. Η αξιολόγηση των πληροφοριών θα συμβάλει στην αποσαφήνιση της αδιάλειπτης Ορθόδοξης παρουσίας και λειτουργίας του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο υπό μελέτη χρονικό διάστημα.
– Θεματικές Ενότητες –
1 η Συνεδρία: Το Ιστορικό και Πολιτικό Πλαίσιο
Προκαταρκτική συζήτηση για το ιστορικό υπόβαθρο και την πορεία της υπό εξέταση χρονικής περιόδου. Μεγάλα θέματα του συνεδρίου. Πρόσωπα και ιστορικοί σταθμοί.
2 η Συνεδρία: Πνευματική δραστηριότητα και Πολιτισμός
Συζήτηση για τις ενέργειες του Πατριαρχείου Αντιοχείας προς υπεράσπιση της ορθόδοξης πίστης, την πιστότητά της στην αποστολική παράδοση, «την πίστη που παραδόθηκε στους αγίους» (Ιούδα, 1: 3), και την πολιτιστική παρακαταθήκη της χριστιανικής κοινότητας.
3 η Συνεδρία: Σχέσεις με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και πληθυσμούς
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας και η προαγωγή της Ορθόδοξης ενότητας και αλληλεγγύης.
4 η Συνεδρία: Εσωτερικές υποθέσεις
Πώς το Πατριαρχείο Αντιοχείας προσπάθησε να προστατεύσει και να υπηρετήσει τους ορθόδοξους πιστούς που βρίσκονταν κάτω από την ευθύνη του.
5 η Συνεδρία: Σχέσεις με τη Ρώμη
Προσπάθειες για «Ένωση» από τη Φερράρα-Φλωρεντία έως το Κυριλλικό σχίσμα του 1724.